ἀχλυόπεζα

ἀχλυόπεζα
ἀχλῠό-πεζα, ,
A fringed or bordered with gloom,

ἠώς Tryph.210

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αχλυόπεζα — ἀχλυόπεζα, η (Α) (για την Αυγή) αυτή που έχει τα πόδια της μέσα στην ομίχλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχλύς ( ύος) + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πους «το πόδι»] …   Dictionary of Greek

  • ἀχλυόπεζαν — ἀχλυόπεζα fringed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”